βηλάρι

βηλάρι
το (Μ βηλάριον και βηλάρι)
ύφασμα του αργαλειού
νεοελλ.
1. το νήμα που έχει τυλιχτεί στο αντί του αργαλειού
2. δέμα υφάσματος ορισμένου μήκους
μσν.
1. κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης
2. παραπέτασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. velarium «καταπέτασμα, παραπέτασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βηλαρικός — βηλαρικός, ή, όν (AM) (Μ και βιλλαρικός) χωριάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βηλαρικός < βηλάρι, ενώ ο τ. βιλλαρικός < λατ. villaris, villaticus «αυτός που ανήκει σε αγρόκτημα, έπαυλη» < villa «μικρή αγροτική κατοικία, αυλή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”